ιδρύτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδρύτρια οι ιδρύτριες
      γενική της ιδρύτριας των ιδρυτριών
    αιτιατική την ιδρύτρια τις ιδρύτριες
     κλητική ιδρύτρια ιδρύτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιδρύτρια < ιδρυτής + -τρια

Ουσιαστικό

ιδρύτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.