ιδρυτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιδρυτής | οι | ιδρυτές |
| γενική | του | ιδρυτή | των | ιδρυτών |
| αιτιατική | τον | ιδρυτή | τους | ιδρυτές |
| κλητική | ιδρυτή | ιδρυτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδρυτής (μαρτυρείται από το 1867)[1]< ιδρύ(ω) + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fondateur) [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðɾiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐δρυ‐τής
Ουσιαστικό
ιδρυτής αρσενικό (θηλυκό ιδρύτρια)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ιδρύω
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σελ. 484, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ιδρυτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.