ανίδρυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανίδρυση | οι | ανιδρύσεις |
| γενική | της | ανίδρυσης* | των | ανιδρύσεων |
| αιτιατική | την | ανίδρυση | τις | ανιδρύσεις |
| κλητική | ανίδρυση | ανιδρύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανιδρύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανίδρυση < (καθαρεύουσα) ανίδρυσις < ανιδρύω + -σις < (ελληνιστική κοινή) ἀνιδρύω < αρχαία ελληνική ἱδρύω
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ανίδρυση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.