επανίδρυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανίδρυση οι επανιδρύσεις
      γενική της επανίδρυσης* των επανιδρύσεων
    αιτιατική την επανίδρυση τις επανιδρύσεις
     κλητική επανίδρυση επανιδρύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανιδρύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επανίδρυση < επαν- + ίδρυ(σις) + -ση, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική reconstitution[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.paˈni.ðɾi.si/

Ουσιαστικό

επανίδρυση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.