επανίδρυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επανίδρυση | οι | επανιδρύσεις |
| γενική | της | επανίδρυσης* | των | επανιδρύσεων |
| αιτιατική | την | επανίδρυση | τις | επανιδρύσεις |
| κλητική | επανίδρυση | επανιδρύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επανιδρύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επανίδρυση < επαν- + ίδρυ(σις) + -ση, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική reconstitution[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.paˈni.ðɾi.si/
Συγγενικά
- επανιδρύω
- ίδρυση, εγκαθίδρυση
- → και δείτε τη λέξη ιδρύω
Μεταφράσεις
επανίδρυση
Αναφορές
- επανίδρυση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.