ιδρύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ιδρύομαι | ιδρυόμουν(α) | θα ιδρύομαι | να ιδρύομαι | ||
| β' ενικ. | ιδρύεσαι | ιδρυόσουν(α) | θα ιδρύεσαι | να ιδρύεσαι | (ιδρύου) | |
| γ' ενικ. | ιδρύεται | ιδρυόταν(ε) | θα ιδρύεται | να ιδρύεται | ||
| α' πληθ. | ιδρυόμαστε | ιδρυόμαστε ιδρυόμασταν |
θα ιδρυόμαστε | να ιδρυόμαστε | ||
| β' πληθ. | ιδρύεστε | ιδρυόσαστε ιδρυόσασταν |
θα ιδρύεστε | να ιδρύεστε | (ιδρύεστε) | |
| γ' πληθ. | ιδρύονται | ιδρύονταν ιδρυόντουσαν |
θα ιδρύονται | να ιδρύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ιδρύθηκα | θα ιδρυθώ | να ιδρυθώ | ιδρυθεί | ||
| β' ενικ. | ιδρύθηκες | θα ιδρυθείς | να ιδρυθείς | ιδρύσου | ||
| γ' ενικ. | ιδρύθηκε | θα ιδρυθεί | να ιδρυθεί | |||
| α' πληθ. | ιδρυθήκαμε | θα ιδρυθούμε | να ιδρυθούμε | |||
| β' πληθ. | ιδρυθήκατε | θα ιδρυθείτε | να ιδρυθείτε | ιδρυθείτε | ||
| γ' πληθ. | ιδρύθηκαν ιδρυθήκαν(ε) |
θα ιδρυθούν(ε) | να ιδρυθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ιδρυθεί | είχα ιδρυθεί | θα έχω ιδρυθεί | να έχω ιδρυθεί | ιδρυμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ιδρυθεί | είχες ιδρυθεί | θα έχεις ιδρυθεί | να έχεις ιδρυθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ιδρυθεί | είχε ιδρυθεί | θα έχει ιδρυθεί | να έχει ιδρυθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ιδρυθεί | είχαμε ιδρυθεί | θα έχουμε ιδρυθεί | να έχουμε ιδρυθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ιδρυθεί | είχατε ιδρυθεί | θα έχετε ιδρυθεί | να έχετε ιδρυθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ιδρυθεί | είχαν ιδρυθεί | θα έχουν ιδρυθεί | να έχουν ιδρυθεί | ||
Μεταφράσεις
ιδρύομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.