ιδρυτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιδρυτικός | η | ιδρυτική | το | ιδρυτικό |
| γενική | του | ιδρυτικού | της | ιδρυτικής | του | ιδρυτικού |
| αιτιατική | τον | ιδρυτικό | την | ιδρυτική | το | ιδρυτικό |
| κλητική | ιδρυτικέ | ιδρυτική | ιδρυτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιδρυτικοί | οι | ιδρυτικές | τα | ιδρυτικά |
| γενική | των | ιδρυτικών | των | ιδρυτικών | των | ιδρυτικών |
| αιτιατική | τους | ιδρυτικούς | τις | ιδρυτικές | τα | ιδρυτικά |
| κλητική | ιδρυτικοί | ιδρυτικές | ιδρυτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ιδρύω
Αναφορές
- σελ. 484, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.