ιδιοτυπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιδιοτυπία | οι | ιδιοτυπίες |
| γενική | της | ιδιοτυπίας | των | ιδιοτυπιών |
| αιτιατική | την | ιδιοτυπία | τις | ιδιοτυπίες |
| κλητική | ιδιοτυπία | ιδιοτυπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ιδιότυπος
- ιδιότυπα
Μεταφράσεις
ιδιοτυπία
Αναφορές
- σελ. 483, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.