property
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| property | properties |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpɹɒp.ət.i/
- ⓘ
Ουσιαστικό
property (en)
- η ιδιοκτησία
- (μετρήσιμο, συνήθως στον πληθυντικό, επίσημο) η ιδιότητα, ένα χαρακτηριστικό που έχει κάτι
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) διεπαφή (interface) για την διαχείριση κάποιου χαρακτηριστικού (attribute) ενός αντικειμένου με την χρήση μεθόδων (method), οι οποίες συνήθως είναι οι μέθοδοι προσπέλασης (getter) και μεταλλαγής (setter). Βοηθάει στην αναγνωσιμότητα του κώδικά γιατί χρησιμοποιεί τη σημειογραφία της τελείας (dot notation) αντί για δυσανάγνωστες εκφράσεις μεθόδων.
- δείτε επίσης: property στην αγγλική Βικιπαίδεια
-
Property (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές
- property - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 383. ISBN 9780194325684., λήμμα: ιδιότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.