ιδιοκτησιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιοκτησιακός η ιδιοκτησιακή το ιδιοκτησιακό
      γενική του ιδιοκτησιακού της ιδιοκτησιακής του ιδιοκτησιακού
    αιτιατική τον ιδιοκτησιακό την ιδιοκτησιακή το ιδιοκτησιακό
     κλητική ιδιοκτησιακέ ιδιοκτησιακή ιδιοκτησιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιοκτησιακοί οι ιδιοκτησιακές τα ιδιοκτησιακά
      γενική των ιδιοκτησιακών των ιδιοκτησιακών των ιδιοκτησιακών
    αιτιατική τους ιδιοκτησιακούς τις ιδιοκτησιακές τα ιδιοκτησιακά
     κλητική ιδιοκτησιακοί ιδιοκτησιακές ιδιοκτησιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιδιοκτησιακός < ιδιοκτησία

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ði.o.kti.si.aˈkos/

Επίθετο

ιδιοκτησιακός, -ή, -ό

το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ακινήτου δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.