συνιδιοκτησία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνιδιοκτησία | οι | συνιδιοκτησίες |
| γενική | της | συνιδιοκτησίας | των | συνιδιοκτησιών |
| αιτιατική | τη | συνιδιοκτησία | τις | συνιδιοκτησίες |
| κλητική | συνιδιοκτησία | συνιδιοκτησίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνιδιοκτησία < συν + ιδιο- + -κτησία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συνιδιοκτησία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.