εμφορούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εμφορούμαι < αρχαία ελληνική ἐμφορέομαι / ἐμφοροῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐμφορέω / ἐμφορῶ

Ρήμα

εμφορούμαι

  • (λόγιο) διακατέχομαι, διαπνέομαι
      Γι' αυτό και ο λόγος του, ακόμα και στις περιπτώσεις που δείχνει να εμφορείται, να διακατέχεται, από επεκτατικές, κάποτε και υψιπετείς, διαθέσεις, αυτοσυγκρατείται, συστέλλεται και στρέφεται προς τον βιωματικό πυρήνα που τον προκάλεσε. (εφ. Ελευθεροτυπία, 25.07.2011)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.