ιδεολογικοπολιτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδεολογικοπολιτικός η ιδεολογικοπολιτική το ιδεολογικοπολιτικό
      γενική του ιδεολογικοπολιτικού της ιδεολογικοπολιτικής του ιδεολογικοπολιτικού
    αιτιατική τον ιδεολογικοπολιτικό την ιδεολογικοπολιτική το ιδεολογικοπολιτικό
     κλητική ιδεολογικοπολιτικέ ιδεολογικοπολιτική ιδεολογικοπολιτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδεολογικοπολιτικοί οι ιδεολογικοπολιτικές τα ιδεολογικοπολιτικά
      γενική των ιδεολογικοπολιτικών των ιδεολογικοπολιτικών των ιδεολογικοπολιτικών
    αιτιατική τους ιδεολογικοπολιτικούς τις ιδεολογικοπολιτικές τα ιδεολογικοπολιτικά
     κλητική ιδεολογικοπολιτικοί ιδεολογικοπολιτικές ιδεολογικοπολιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιδεολογικοπολιτικός < ιδεολογικός + πολιτικός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ðe.o.lo.ʝi.ko.po.li.tiˈkos/

Επίθετο

ιδεολογικοπολιτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.