ιδεολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδεολογικός η ιδεολογική το ιδεολογικό
      γενική του ιδεολογικού της ιδεολογικής του ιδεολογικού
    αιτιατική τον ιδεολογικό την ιδεολογική το ιδεολογικό
     κλητική ιδεολογικέ ιδεολογική ιδεολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδεολογικοί οι ιδεολογικές τα ιδεολογικά
      γενική των ιδεολογικών των ιδεολογικών των ιδεολογικών
    αιτιατική τους ιδεολογικούς τις ιδεολογικές τα ιδεολογικά
     κλητική ιδεολογικοί ιδεολογικές ιδεολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιδεολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική idéologique[1] (ιδεολογ(ία) + -ικός)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ðe.o.lo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιδεολογικός

Επίθετο

ιδεολογικός, -ή, -ό

Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.