ιδεολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιδεολογικός | η | ιδεολογική | το | ιδεολογικό |
| γενική | του | ιδεολογικού | της | ιδεολογικής | του | ιδεολογικού |
| αιτιατική | τον | ιδεολογικό | την | ιδεολογική | το | ιδεολογικό |
| κλητική | ιδεολογικέ | ιδεολογική | ιδεολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιδεολογικοί | οι | ιδεολογικές | τα | ιδεολογικά |
| γενική | των | ιδεολογικών | των | ιδεολογικών | των | ιδεολογικών |
| αιτιατική | τους | ιδεολογικούς | τις | ιδεολογικές | τα | ιδεολογικά |
| κλητική | ιδεολογικοί | ιδεολογικές | ιδεολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιδεολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική idéologique[1] (ιδεολογ(ία) + -ικός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðe.o.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐δε‐ο‐λο‐γι‐κός
Σύνθετα
Μεταφράσεις
ιδεολογικός
Αναφορές
- ιδεολογικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.