ιδεολόγημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιδεολόγημα τα ιδεολογήματα
      γενική του ιδεολογήματος των ιδεολογημάτων
    αιτιατική το ιδεολόγημα τα ιδεολογήματα
     κλητική ιδεολόγημα ιδεολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιδεολόγημα < ιδέα + -ο- + -λόγημα

Ουσιαστικό

ιδεολόγημα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.