ιάσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιάσιμος | η | ιάσιμη | το | ιάσιμο |
| γενική | του | ιάσιμου | της | ιάσιμης | του | ιάσιμου |
| αιτιατική | τον | ιάσιμο | την | ιάσιμη | το | ιάσιμο |
| κλητική | ιάσιμε | ιάσιμη | ιάσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιάσιμοι | οι | ιάσιμες | τα | ιάσιμα |
| γενική | των | ιάσιμων | των | ιάσιμων | των | ιάσιμων |
| αιτιατική | τους | ιάσιμους | τις | ιάσιμες | τα | ιάσιμα |
| κλητική | ιάσιμοι | ιάσιμες | ιάσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιάσιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰάσιμος[1] < ἰάομαι / ἰῶμαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈa.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ά‐σι‐μος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Αναφορές
- ιάσιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.