ίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ίαση | οι | ιάσεις |
| γενική | της | ίασης* | των | ιάσεων |
| αιτιατική | την | ίαση | τις | ιάσεις |
| κλητική | ίαση | ιάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ιάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ίαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἴασις < ἰάομαι / ἰῶμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḫeu̯is
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.