αθεράπευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθεράπευτος η αθεράπευτη το αθεράπευτο
      γενική του αθεράπευτου της αθεράπευτης του αθεράπευτου
    αιτιατική τον αθεράπευτο την αθεράπευτη το αθεράπευτο
     κλητική αθεράπευτε αθεράπευτη αθεράπευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθεράπευτοι οι αθεράπευτες τα αθεράπευτα
      γενική των αθεράπευτων των αθεράπευτων των αθεράπευτων
    αιτιατική τους αθεράπευτους τις αθεράπευτες τα αθεράπευτα
     κλητική αθεράπευτοι αθεράπευτες αθεράπευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αθεράπευτος < α- στερητικό + θεραπεύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο

αθεράπευτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει θεραπευτεί
  2. που δεν μπορεί να θεραπευτεί, να διορθωθεί, αδιόρθωτος
    η μεγαλομανία του είναι αθεράπευτη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.