αθεράπευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αθεράπευτος | η | αθεράπευτη | το | αθεράπευτο |
| γενική | του | αθεράπευτου | της | αθεράπευτης | του | αθεράπευτου |
| αιτιατική | τον | αθεράπευτο | την | αθεράπευτη | το | αθεράπευτο |
| κλητική | αθεράπευτε | αθεράπευτη | αθεράπευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αθεράπευτοι | οι | αθεράπευτες | τα | αθεράπευτα |
| γενική | των | αθεράπευτων | των | αθεράπευτων | των | αθεράπευτων |
| αιτιατική | τους | αθεράπευτους | τις | αθεράπευτες | τα | αθεράπευτα |
| κλητική | αθεράπευτοι | αθεράπευτες | αθεράπευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αθεράπευτος, -η, -ο
- που δεν έχει θεραπευτεί
- που δεν μπορεί να θεραπευτεί, να διορθωθεί, αδιόρθωτος
- η μεγαλομανία του είναι αθεράπευτη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.