ιαματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιαματικός | η | ιαματική | το | ιαματικό |
| γενική | του | ιαματικού | της | ιαματικής | του | ιαματικού |
| αιτιατική | τον | ιαματικό | την | ιαματική | το | ιαματικό |
| κλητική | ιαματικέ | ιαματική | ιαματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιαματικοί | οι | ιαματικές | τα | ιαματικά |
| γενική | των | ιαματικών | των | ιαματικών | των | ιαματικών |
| αιτιατική | τους | ιαματικούς | τις | ιαματικές | τα | ιαματικά |
| κλητική | ιαματικοί | ιαματικές | ιαματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιαματικός < (ελληνιστική κοινή) ἰαματικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.