ιαματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιαματικός η ιαματική το ιαματικό
      γενική του ιαματικού της ιαματικής του ιαματικού
    αιτιατική τον ιαματικό την ιαματική το ιαματικό
     κλητική ιαματικέ ιαματική ιαματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιαματικοί οι ιαματικές τα ιαματικά
      γενική των ιαματικών των ιαματικών των ιαματικών
    αιτιατική τους ιαματικούς τις ιαματικές τα ιαματικά
     κλητική ιαματικοί ιαματικές ιαματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιαματικός < (ελληνιστική κοινή) ἰαματικός

Επίθετο

ιαματικός -ή -ό

ιαματικά λουτρά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.