ἀναξυρίδες

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική αἱ ἀναξυρίδες
      γενική τῶν ἀναξυρίδων
      δοτική ταῖς ἀναξυρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὰς ἀναξυρίδᾰς
     κλητική ! ἀναξυρίδες
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀναξυρίδες < περσική  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ἀναξυρίδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.