θωπευτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θωπευτικός η θωπευτική το θωπευτικό
      γενική του θωπευτικού της θωπευτικής του θωπευτικού
    αιτιατική τον θωπευτικό τη θωπευτική το θωπευτικό
     κλητική θωπευτικέ θωπευτική θωπευτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θωπευτικοί οι θωπευτικές τα θωπευτικά
      γενική των θωπευτικών των θωπευτικών των θωπευτικών
    αιτιατική τους θωπευτικούς τις θωπευτικές τα θωπευτικά
     κλητική θωπευτικοί θωπευτικές θωπευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θωπευτικός < αρχαία ελληνική θωπευτικός < θωπεύω < θώψ

Επίθετο

θωπευτικός, -ή, -ό

  1. (λόγιο) που φέρεται τρυφερά, με χάδια
     συνώνυμα: χαϊδευτικός, τρυφερός
  2. (μεταφορικά) που του αρέσει να κολακεύει
     συνώνυμα: γαλίφης, κολακευτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.