θωπευτικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
θωπευτικά
<
θωπευτικός
+
-ά
Επίρρημα
θωπευτικά
τρυφερά
, με
χάδια
κολακευτικά
θωπευτικώς
Μεταφράσεις
θωπευτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
θωπευτικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
θωπευτικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.