χαϊδευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαϊδευτικός | η | χαϊδευτική | το | χαϊδευτικό |
| γενική | του | χαϊδευτικού | της | χαϊδευτικής | του | χαϊδευτικού |
| αιτιατική | τον | χαϊδευτικό | τη | χαϊδευτική | το | χαϊδευτικό |
| κλητική | χαϊδευτικέ | χαϊδευτική | χαϊδευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαϊδευτικοί | οι | χαϊδευτικές | τα | χαϊδευτικά |
| γενική | των | χαϊδευτικών | των | χαϊδευτικών | των | χαϊδευτικών |
| αιτιατική | τους | χαϊδευτικούς | τις | χαϊδευτικές | τα | χαϊδευτικά |
| κλητική | χαϊδευτικοί | χαϊδευτικές | χαϊδευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xai̯.ðe.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαϊ‐δευ‐τι‐κός
Επίθετο
χαϊδευτικός
- που εκδηλώνει με κάποιο τρόπο τρυφερότητα
- ↪ Δεν είχε κακές προθέσεις, το έκανε με χαϊδευτικό τρόπο.
- ↪ η χαϊδευτική προσφώνηση
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη χαϊδευτικό
- αυτός που γίνεται με πιο ήπιο τρόπο από όσο αναμενόταν
- χαϊδευτική ποινή
- χαϊδευτικά(επίρρημα)
- χαϊδευτικό (ουσιαστικό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.