θυρωρίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θυρωρίνα οι θυρωρίνες
      γενική της θυρωρίνας των θυρωρίνων
    αιτιατική τη θυρωρίνα τις θυρωρίνες
     κλητική θυρωρίνα θυρωρίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θυρωρίνα < θυρωρός + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Ουσιαστικό

θυρωρίνα θηλυκό

  1. (επάγγελμα, λαϊκό) γυναίκα θυρωρός
  2. η σύζυγος του θυρωρού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.