θυρωρείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θυρωρείο τα θυρωρεία
      γενική του θυρωρείου των θυρωρείων
    αιτιατική το θυρωρείο τα θυρωρεία
     κλητική θυρωρείο θυρωρεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θυρωρείο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

θυρωρείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.