θυμόσοφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θυμόσοφος η θυμόσοφη το θυμόσοφο
      γενική του θυμόσοφου της θυμόσοφης του θυμόσοφου
    αιτιατική τον θυμόσοφο τη θυμόσοφη το θυμόσοφο
     κλητική θυμόσοφε θυμόσοφη θυμόσοφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θυμόσοφοι οι θυμόσοφες τα θυμόσοφα
      γενική των θυμόσοφων των θυμόσοφων των θυμόσοφων
    αιτιατική τους θυμόσοφους τις θυμόσοφες τα θυμόσοφα
     κλητική θυμόσοφοι θυμόσοφες θυμόσοφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θυμόσοφος < αρχαία ελληνική θυμόσοφος < θυμός + σοφός

Επίθετο

θυμόσοφος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.