θυμόσοφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θυμόσοφος | η | θυμόσοφη | το | θυμόσοφο |
| γενική | του | θυμόσοφου | της | θυμόσοφης | του | θυμόσοφου |
| αιτιατική | τον | θυμόσοφο | τη | θυμόσοφη | το | θυμόσοφο |
| κλητική | θυμόσοφε | θυμόσοφη | θυμόσοφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θυμόσοφοι | οι | θυμόσοφες | τα | θυμόσοφα |
| γενική | των | θυμόσοφων | των | θυμόσοφων | των | θυμόσοφων |
| αιτιατική | τους | θυμόσοφους | τις | θυμόσοφες | τα | θυμόσοφα |
| κλητική | θυμόσοφοι | θυμόσοφες | θυμόσοφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θυμόσοφος < αρχαία ελληνική θυμόσοφος < θυμός + σοφός
Επίθετο
θυμόσοφος
- ο από ένστικτο σοφός, ο πάντοτε ψύχραιμος, που αντιμετωπίζει ήρεμα τις οποιεσδήποτε καταστάσεις και επιγραμματικά τις χαρακτηρίζει
Συγγενικά
- θυμοσοφία
- θυμοσοφικά
- θυμοσοφικός
- θυμοσοφώ
- → δείτε τις λέξεις θυμός και σοφός
Μεταφράσεις
θυμόσοφος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.