επιγραμματικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
επιγραμματικά < επιγραμματικ(ός) + -ά
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.ɣɾa.ma.tiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐γραμ‐μα‐τι‐κά
Μεταφράσεις
επιγραμματικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επιγραμματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επιγραμματικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.