θρόμβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θρόμβος | οι | θρόμβοι |
| γενική | του | θρόμβου | των | θρόμβων |
| αιτιατική | τον | θρόμβο | τους | θρόμβους |
| κλητική | θρόμβε | θρόμβοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θρόμβος < αρχαία ελληνική
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθɾoɱ.vos/
Ουσιαστικό
θρόμβος αρσενικό
Συγγενικά
- θρομβίνη
- θρομβούμαι
- θρομβώδης
- θρόμβωση
- θρομβωτικός
Σύνθετα
- αντιθρομβωτικός
- θρομβεκτομή
- θρομβοκύτταρο
- θρομβοκυττάρωση
- θρομβολυτικό
- θρομβοστατικός
- θρομβοφλεβίτιδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.