αντιθρομβωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιθρομβωτικός | η | αντιθρομβωτική | το | αντιθρομβωτικό |
| γενική | του | αντιθρομβωτικού | της | αντιθρομβωτικής | του | αντιθρομβωτικού |
| αιτιατική | τον | αντιθρομβωτικό | την | αντιθρομβωτική | το | αντιθρομβωτικό |
| κλητική | αντιθρομβωτικέ | αντιθρομβωτική | αντιθρομβωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιθρομβωτικοί | οι | αντιθρομβωτικές | τα | αντιθρομβωτικά |
| γενική | των | αντιθρομβωτικών | των | αντιθρομβωτικών | των | αντιθρομβωτικών |
| αιτιατική | τους | αντιθρομβωτικούς | τις | αντιθρομβωτικές | τα | αντιθρομβωτικά |
| κλητική | αντιθρομβωτικοί | αντιθρομβωτικές | αντιθρομβωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιθρομβωτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική antithrombotic < ελληνιστική κοινή ἀντί + θρομβόομαι / θρομβοῦμαι < αρχαία ελληνική θρόμβος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αντιθρομβωτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.