θρομβώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θρομβώδης η θρομβώδης το θρομβώδες
      γενική του θρομβώδους της θρομβώδους του θρομβώδους
    αιτιατική τον θρομβώδη τη θρομβώδη το θρομβώδες
     κλητική θρομβώδη(ς) θρομβώδης θρομβώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θρομβώδεις οι θρομβώδεις τα θρομβώδη
      γενική των θρομβωδών των θρομβωδών των θρομβωδών
    αιτιατική τους θρομβώδεις τις θρομβώδεις τα θρομβώδη
     κλητική θρομβώδεις θρομβώδεις θρομβώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θρομβώδης < αρχαία ελληνική θρομβώδης < θρόμβος + -ώδης

Επίθετο

θρομβώδης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.