θνητότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θνητότητα οι θνητότητες
      γενική της θνητότητας των θνητοτήτων
    αιτιατική τη θνητότητα τις θνητότητες
     κλητική θνητότητα θνητότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θνητότητα < ελληνιστική κοινή θνητότης < αρχαία ελληνική θνητός, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική mortalité

Ουσιαστικό

θνητότητα θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος θνητός, η ιδιότητα του θνητού
  2. (στατιστική, επιδημιολογία) η συχνότητα θανάτων σε προσβαλλόμενα άτομα από κάποια νόσο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.