θηριοτρόφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | θηριοτρόφος | οι | θηριοτρόφοι |
| γενική | του/της | θηριοτρόφου | των | θηριοτρόφων |
| αιτιατική | τον/τη | θηριοτρόφο | τους/τις | θηριοτρόφους |
| κλητική | θηριοτρόφε | θηριοτρόφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θηριοτρόφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θηριοτρόφος. Συγχρονικά αναλύεται σε θηρί(ο) + -ο- + -τρόφος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /θi.ɾi.oˈtɾo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θη‐ρι‐ο‐τρό‐φος
Ουσιαστικό
θηριοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που εργάζεται σε θηριοτροφείο ή είναι ιδιοκτήτης του
Μεταφράσεις
θηριοτρόφος
|
|
Πηγές
- θηριοτροφείο (& θηριοτρόφος) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | θηριοτρόφος | οἱ | θηριοτρόφοι | ||||
| γενική | τοῦ | θηριοτρόφου | τῶν | θηριοτρόφων | ||||
| δοτική | τῷ | θηριοτρόφῳ | τοῖς | θηριοτρόφοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | θηριοτρόφον | τοὺς | θηριοτρόφους | ||||
| κλητική ὦ! | θηριοτρόφε | θηριοτρόφοι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θηριοτρόφω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | θηριοτρόφοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- θηριοτρόφος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θηρί(ον) + -ο- + -τρόφος
Συγγενικά
- θηριοτροφεῖον
- θηριότροφος
- θηριοτροφῶ (θηριοτροφέω)
- → δείτε τις λέξεις θηρίον και τρέφω
Πηγές
- θηριοτρόφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.