-τρόφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η -τρόφος οι -τρόφοι
      γενική του/της -τρόφου των -τρόφων
    αιτιατική τον/τη(ν) -τρόφο τους/τις -τρόφους
     κλητική -τρόφε -τρόφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-τρόφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -τρόφος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾo.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -τρόφος

Επίθημα

-τρόφος αρσενικό ή θηλυκό

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τρόφος στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -τρόφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.