θηριοτροφείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θηριοτροφείο τα θηριοτροφεία
      γενική του θηριοτροφείου των θηριοτροφείων
    αιτιατική το θηριοτροφείο τα θηριοτροφεία
     κλητική θηριοτροφείο θηριοτροφεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θηριοτροφείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θηριοτροφεῖον. Συγχρονικά αναλύεται σε θηρί(ο) + -ο- + -τροφείο

Προφορά

ΔΦΑ : /θi.ɾi.o.tɾoˈfi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θηριοτροφείο

Ουσιαστικό

θηριοτροφείο ουδέτερο

  1. τόπος που ζουν και τρέφονται έγκλειστα σε κλουβιά άγρια θηρία
  2. (μεταφορικά, ειρωνικό) σχολείο με πολύ ατίθασους μαθητές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.