θηριομάχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | θηριομάχος | οι | θηριομάχοι |
| γενική | του/της | θηριομάχου | των | θηριομάχων |
| αιτιατική | τον/τη | θηριομάχο | τους/τις | θηριομάχους |
| κλητική | θηριομάχε | θηριομάχοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θηριομάχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θηριομάχος. Μορφολογικά αναλύεται σε θηρί(ο) + -ο- + -μάχος
Προφορά
- ΔΦΑ : /θi.ɾi.oˈma.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θη‐ρι‐ο‐μά‐χος
Μεταφράσεις
θηριομάχος
|
|
Πηγές
- Λέξεις με θηριομαχ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | θηριομάχος | οἱ | θηριομάχοι | ||||
| γενική | τοῦ | θηριομάχου | τῶν | θηριομάχων | ||||
| δοτική | τῷ | θηριομάχῳ | τοῖς | θηριομάχοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | θηριομάχον | τοὺς | θηριομάχους | ||||
| κλητική ὦ! | θηριομάχε | θηριομάχοι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θηριομάχω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | θηριομάχοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- θηριομάχος < αρχαία ελληνική θηρί(ον) + -ο- + -μάχος
Πηγές
- θηριομάχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.