θερμομετρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θερμομετρώ < θερμόμετρο + μετρώ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermomètre < αρχαία ελληνική θερμός + μέτρον

Προφορά

ΔΦΑ : /θeɾ.mo.meˈtɾo/

Ρήμα

θερμομετρώ (παθητική φωνή: θερμομετρούμαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.