θερμομετρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θερμομετρώ < θερμόμετρο + μετρώ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermomètre < αρχαία ελληνική θερμός + μέτρον
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeɾ.mo.meˈtɾo/
Συγγενικά
- θερμομέτρηση
- → δείτε τις λέξεις θερμόμετρο, θερμός και μέτρο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θερμομετρώ | θερμομετρούσα | θα θερμομετρώ | να θερμομετρώ | θερμομετρώντας | |
| β' ενικ. | θερμομετρείς | θερμομετρούσες | θα θερμομετρείς | να θερμομετρείς | (θερμομέτρει) | |
| γ' ενικ. | θερμομετρεί | θερμομετρούσε | θα θερμομετρεί | να θερμομετρεί | ||
| α' πληθ. | θερμομετρούμε | θερμομετρούσαμε | θα θερμομετρούμε | να θερμομετρούμε | ||
| β' πληθ. | θερμομετρείτε | θερμομετρούσατε | θα θερμομετρείτε | να θερμομετρείτε | θερμομετρείτε | |
| γ' πληθ. | θερμομετρούν(ε) | θερμομετρούσαν(ε) | θα θερμομετρούν(ε) | να θερμομετρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | θερμομέτρησα | θα θερμομετρήσω | να θερμομετρήσω | θερμομετρήσει | ||
| β' ενικ. | θερμομέτρησες | θα θερμομετρήσεις | να θερμομετρήσεις | θερμομέτρησε | ||
| γ' ενικ. | θερμομέτρησε | θα θερμομετρήσει | να θερμομετρήσει | |||
| α' πληθ. | θερμομετρήσαμε | θα θερμομετρήσουμε | να θερμομετρήσουμε | |||
| β' πληθ. | θερμομετρήσατε | θα θερμομετρήσετε | να θερμομετρήσετε | θερμομετρήστε | ||
| γ' πληθ. | θερμομέτρησαν θερμομετρήσαν(ε) |
θα θερμομετρήσουν(ε) | να θερμομετρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω θερμομετρήσει | είχα θερμομετρήσει | θα έχω θερμομετρήσει | να έχω θερμομετρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις θερμομετρήσει | είχες θερμομετρήσει | θα έχεις θερμομετρήσει | να έχεις θερμομετρήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει θερμομετρήσει | είχε θερμομετρήσει | θα έχει θερμομετρήσει | να έχει θερμομετρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε θερμομετρήσει | είχαμε θερμομετρήσει | θα έχουμε θερμομετρήσει | να έχουμε θερμομετρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε θερμομετρήσει | είχατε θερμομετρήσει | θα έχετε θερμομετρήσει | να έχετε θερμομετρήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν θερμομετρήσει | είχαν θερμομετρήσει | θα έχουν θερμομετρήσει | να έχουν θερμομετρήσει |
| |
Μεταφράσεις
θερμομετρώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.