αεροθερμόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αεροθερμόμετρο | τα | αεροθερμόμετρα |
| γενική | του | αεροθερμόμετρου & αεροθερμομέτρου |
των | αεροθερμόμετρων & αεροθερμομέτρων |
| αιτιατική | το | αεροθερμόμετρο | τα | αεροθερμόμετρα |
| κλητική | αεροθερμόμετρο | αεροθερμόμετρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αεροθερμόμετρο < αερο- + θερμόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermomètre < αρχαία ελληνική θερμός + μέτρον
Μεταφράσεις
αεροθερμόμετρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.