θεριεύω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeɾˈʝe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ριεύ‐ω
Ρήμα
θεριεύω, πρτ.: θέριευα, αόρ.: θέριεψα, μτχ.π.π.: θεριεμένος (χωρίς παθητική φωνή) αμετάβατο
- γίνομαι άγριος
- (για ζώα) γίνομαι πιο άγριος και επιθετικός
- (για ανθρώπους) γίνομαι άγριος σαν θηρίο από θυμό
- (για φυτά) αναπτύσσομαι γρήγορα και παίρνω υπερβολικά μεγάλες διαστάσεις
- ≈ συνώνυμα: φουντώνω, γιγαντώνομαι
- ↪ Δυο μήνες είχε να πατήσει στο χτήμα με τις ελιές και βρήκε τα χορτάρια να έχουν θεριέψει.
- (για τα στοιχεία της φύσης, για πληγή) δυναμώνω απειλητικά
- ↪ θέριεψε το κύμα, η θάλασσα αγρίεψε
- γίνομαι πιο δυνατός, πιο γενναίος
- ※ Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, — εκεί που πάει να σκύψει
- με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,
- Νά τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
- και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.
- Γιάννης Ρίτσος, «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις», ποιητική συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1968-1970) Ποιήματα. 1963-1972, τ. Ι΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σ. 160
- ≈ συνώνυμα: αντρειώνομαι, γιγαντώνομαι
- ανακτώ τις δυνάμεις μου, εντείνω τις δυνάμεις μου μπροστά σε κίνδυνο
- (για συναισθήματα, επιχειρήσεις) γιγαντώνομαι, μεγαλώνω
- ↪ θεριεύει η αγάπη, ο πόνος
- ↪ Ξεκίνησε με ένα μικρό μαγαζάκι και μετά οι δουλειές του θέριεψαν κι έγινε μεγαλοεπιχειρηματίας.
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θεριεύω | θέριευα | θα θεριεύω | να θεριεύω | θεριεύοντας | |
| β' ενικ. | θεριεύεις | θέριευες | θα θεριεύεις | να θεριεύεις | θέριευε | |
| γ' ενικ. | θεριεύει | θέριευε | θα θεριεύει | να θεριεύει | ||
| α' πληθ. | θεριεύουμε | θεριεύαμε | θα θεριεύουμε | να θεριεύουμε | ||
| β' πληθ. | θεριεύετε | θεριεύατε | θα θεριεύετε | να θεριεύετε | θεριεύετε | |
| γ' πληθ. | θεριεύουν(ε) | θέριευαν θεριεύαν(ε) |
θα θεριεύουν(ε) | να θεριεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | θέριεψα | θα θεριέψω | να θεριέψω | θεριέψει | ||
| β' ενικ. | θέριεψες | θα θεριέψεις | να θεριέψεις | θέριεψε | ||
| γ' ενικ. | θέριεψε | θα θεριέψει | να θεριέψει | |||
| α' πληθ. | θεριέψαμε | θα θεριέψουμε | να θεριέψουμε | |||
| β' πληθ. | θεριέψατε | θα θεριέψετε | να θεριέψετε | θεριέψτε | ||
| γ' πληθ. | θέριεψαν θεριέψαν(ε) |
θα θεριέψουν(ε) | να θεριέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω θεριέψει | είχα θεριέψει | θα έχω θεριέψει | να έχω θεριέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις θεριέψει | είχες θεριέψει | θα έχεις θεριέψει | να έχεις θεριέψει | έχε θεριεμένο | |
| γ' ενικ. | έχει θεριέψει | είχε θεριέψει | θα έχει θεριέψει | να έχει θεριέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε θεριέψει | είχαμε θεριέψει | θα έχουμε θεριέψει | να έχουμε θεριέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε θεριέψει | είχατε θεριέψει | θα έχετε θεριέψει | να έχετε θεριέψει | έχετε θεριεμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν θεριέψει | είχαν θεριέψει | θα έχουν θεριέψει | να έχουν θεριέψει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) θεριεμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) θεριεμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) θεριεμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) θεριεμένο | |||||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι θεριεμένος - είμαστε, είστε, είναι θεριεμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν θεριεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν θεριεμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι θεριεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι θεριεμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι θεριεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι θεριεμένοι | |||||
Μεταφράσεις
γίνομαι άγριος, επιθετικός
γίνομαι πιο γενναίος, δυναμώνω
|
|
Πηγές
- θεριεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
και για τη σημασία «γίνομαι άγριος»
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.