δυναμώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δυναμώνω < ελληνιστική δυναμῶ (δυναμόω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.naˈmo.no/
Ρήμα
δυναμώνω
- αυξάνω τη δύναμη σε κάτι/κάποιον
- αυξάνω την ένταση του ήχου
- βελτιώνω την απόδοση κάποιου
- γίνομαι πιο δυνατός, αποκτώ περισσότερη σωματική δύναμη
- αποκτώ δυνάμεις μετά από ασθένεια
- αποκτώ μεγαλύτερη ένταση ή ισχύ
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.