θεριακώνω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeɾ.ʝaˈko.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ρια‐κώ‐νω
Ρήμα
θεριακώνω, αόρ.: (ε)θεριάκωσα, μτχ.π.π.: θεριακωμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
- θεριακωμένος
- → δείτε τις λέξεις θεριό και θηρίο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θεριακώνω | θεριάκωνα | θα θεριακώνω | να θεριακώνω | θεριακώνοντας | |
| β' ενικ. | θεριακώνεις | θεριάκωνες | θα θεριακώνεις | να θεριακώνεις | θεριάκωνε | |
| γ' ενικ. | θεριακώνει | θεριάκωνε | θα θεριακώνει | να θεριακώνει | ||
| α' πληθ. | θεριακώνουμε | θεριακώναμε | θα θεριακώνουμε | να θεριακώνουμε | ||
| β' πληθ. | θεριακώνετε | θεριακώνατε | θα θεριακώνετε | να θεριακώνετε | θεριακώνετε | |
| γ' πληθ. | θεριακώνουν(ε) | θεριάκωναν θεριακώναν(ε) |
θα θεριακώνουν(ε) | να θεριακώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | θεριάκωσα | θα θεριακώσω | να θεριακώσω | θεριακώσει | ||
| β' ενικ. | θεριάκωσες | θα θεριακώσεις | να θεριακώσεις | θεριάκωσε | ||
| γ' ενικ. | θεριάκωσε | θα θεριακώσει | να θεριακώσει | |||
| α' πληθ. | θεριακώσαμε | θα θεριακώσουμε | να θεριακώσουμε | |||
| β' πληθ. | θεριακώσατε | θα θεριακώσετε | να θεριακώσετε | θεριακώστε | ||
| γ' πληθ. | θεριάκωσαν θεριακώσαν(ε) |
θα θεριακώσουν(ε) | να θεριακώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω θεριακώσει | είχα θεριακώσει | θα έχω θεριακώσει | να έχω θεριακώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις θεριακώσει | είχες θεριακώσει | θα έχεις θεριακώσει | να έχεις θεριακώσει | έχε θεριακωμένο | |
| γ' ενικ. | έχει θεριακώσει | είχε θεριακώσει | θα έχει θεριακώσει | να έχει θεριακώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε θεριακώσει | είχαμε θεριακώσει | θα έχουμε θεριακώσει | να έχουμε θεριακώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε θεριακώσει | είχατε θεριακώσει | θα έχετε θεριακώσει | να έχετε θεριακώσει | έχετε θεριακωμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν θεριακώσει | είχαν θεριακώσει | θα έχουν θεριακώσει | να έχουν θεριακώσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) θεριακωμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) θεριακωμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) θεριακωμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) θεριακωμένο | |||||
Μεταφράσεις
θεριακώνω
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.