ανακτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανακτώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνακτῶ

Ρήμα

ανακτώ, πρτ.: ανακτούσα, στ.μέλλ.: θα ανακτήσω, αόρ.: ανέκτησα, παθ.φωνή: ανακτώμαι, μτχ.π.π.: ανακτημένος

  1. αποκτώ ξανά κάτι που είχα χάσει, το κάνω ξανά δικό μου
    επί Ιουστινιανού η αυτοκρατορία ανέκτησε ένα μεγάλο μέρος από τα εδάφη της
  2. (μεταφορικά)
    ανακτώ τις αισθήσεις μου μετά από λιποθυμία
  3. (πληροφορική) επαναφέρω τα δεδομένα μου μετά από καταστροφή του σκληρού δίσκου

Συγγενικά

Κλίση

λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.