ανακτώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανακτώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνακτῶ
Ρήμα
ανακτώ, πρτ.: ανακτούσα, στ.μέλλ.: θα ανακτήσω, αόρ.: ανέκτησα, παθ.φωνή: ανακτώμαι, μτχ.π.π.: ανακτημένος
- αποκτώ ξανά κάτι που είχα χάσει, το κάνω ξανά δικό μου
- επί Ιουστινιανού η αυτοκρατορία ανέκτησε ένα μεγάλο μέρος από τα εδάφη της
- (μεταφορικά)
- ανακτώ τις αισθήσεις μου μετά από λιποθυμία
- (πληροφορική) επαναφέρω τα δεδομένα μου μετά από καταστροφή του σκληρού δίσκου
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανακτώ | ανακτούσα | θα ανακτώ | να ανακτώ | ανακτώντας | |
| β' ενικ. | ανακτάς | ανακτούσες | θα ανακτάς | να ανακτάς | ανάκτα - ανάκταγε | |
| γ' ενικ. | ανακτά | ανακτούσε | θα ανακτά | να ανακτά | ||
| α' πληθ. | ανακτούμε | ανακτούσαμε | θα ανακτούμε | να ανακτούμε | ||
| β' πληθ. | ανακτάτε | ανακτούσατε | θα ανακτάτε | να ανακτάτε | ανακτάτε | |
| γ' πληθ. | ανακτούν | ανακτούσαν | θα ανακτούν | να ανακτούν | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανάκτησα | θα ανακτήσω | να ανακτήσω | ανακτήσει | ||
| β' ενικ. | ανάκτησες | θα ανακτήσεις | να ανακτήσεις | ανάκτα - ανάκτησε | ||
| γ' ενικ. | ανάκτησε | θα ανακτήσει | να ανακτήσει | |||
| α' πληθ. | ανακτήσαμε | θα ανακτήσουμε | να ανακτήσουμε | |||
| β' πληθ. | ανακτήσατε | θα ανακτήσετε | να ανακτήσετε | ανακτήστε | ||
| γ' πληθ. | ανάκτησαν ανακτήσαν(ε) |
θα ανακτήσουν(ε) | να ανακτήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανακτήσει | είχα ανακτήσει | θα έχω ανακτήσει | να έχω ανακτήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανακτήσει | είχες ανακτήσει | θα έχεις ανακτήσει | να έχεις ανακτήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανακτήσει | είχε ανακτήσει | θα έχει ανακτήσει | να έχει ανακτήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανακτήσει | είχαμε ανακτήσει | θα έχουμε ανακτήσει | να έχουμε ανακτήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανακτήσει | είχατε ανακτήσει | θα έχετε ανακτήσει | να έχετε ανακτήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανακτήσει | είχαν ανακτήσει | θα έχουν ανακτήσει | να έχουν ανακτήσει |
| |
→ λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.