θεμελιώδης μονάδα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θεμελιώδης μονάδα < → δείτε τις λέξεις θεμελιώδης και μονάδα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική base unit
Πολυλεκτικός όρος
θεμελιώδης μονάδα
- (φυσική) base unit: στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων (SI) μία από τις επτά μονάδες μέτρησης των επτά θεμελιωδών μεγεθών: μήκους (μέτρο, m), μάζας (χιλιόγραμμο, kg), χρόνου (δευτερόλεπτο, s), έντασης ηλεκτρικού ρεύματος, ηλεκτρικού ρεύματος (αμπέρ, A), θερμοδυναμικής θερμοκρασίας (κέλβιν, K), ποσότητας ουσίας (μολ, mol) και φωτεινής έντασης, φωτοβολίας (καντέλα, candela) [1] [2]
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Αναφορές
- Εμμανουήλ Αντ. Δρης (Αθήνα 2015), ΠΕΡΙ ΜΟΝΑΔΩΝ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΧΕΤΙΚΑ, σελ. 14. Προσπέλαση 2020-05-27.
- Ελληνική Εταιρεία Ορολογίας (ΕΛΕΤΟ) Διεθνές Σύστημα Μονάδων (SI) - Αγγλοελληνικό γλωσσάριο των θεμελιωδών μονάδων SI και των πολλαπλασίων και υποπολλαπλασίων τους. Πρόσβαση 2023-02-04]
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.