θεμελιώδης μονάδα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θεμελιώδης μονάδα <  δείτε τις λέξεις θεμελιώδης και μονάδα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική base unit

Πολυλεκτικός όρος

θεμελιώδης μονάδα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.