θεμελιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θεμελιακός | η | θεμελιακή | το | θεμελιακό |
| γενική | του | θεμελιακού | της | θεμελιακής | του | θεμελιακού |
| αιτιατική | τον | θεμελιακό | τη | θεμελιακή | το | θεμελιακό |
| κλητική | θεμελιακέ | θεμελιακή | θεμελιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θεμελιακοί | οι | θεμελιακές | τα | θεμελιακά |
| γενική | των | θεμελιακών | των | θεμελιακών | των | θεμελιακών |
| αιτιατική | τους | θεμελιακούς | τις | θεμελιακές | τα | θεμελιακά |
| κλητική | θεμελιακοί | θεμελιακές | θεμελιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θεμελιακός < (ελληνιστική κοινή) θεμελιακός < θεμέλιον + -ακός < τίθημι
Επίθετο
θεμελιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τα θεμέλια ή αναφέρεται σ' αυτά
- που είναι βασικός και σημαντικός
- ≈ συνώνυμα:: θεμελιώδης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.