θεμέλιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θεμέλιος | η | θεμέλια | το | θεμέλιο |
| γενική | του | θεμέλιου | της | θεμέλιας | του | θεμέλιου |
| αιτιατική | τον | θεμέλιο | τη | θεμέλια | το | θεμέλιο |
| κλητική | θεμέλιε | θεμέλια | θεμέλιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θεμέλιοι | οι | θεμέλιες | τα | θεμέλια |
| γενική | των | θεμέλιων | των | θεμέλιων | των | θεμέλιων |
| αιτιατική | τους | θεμέλιους | τις | θεμέλιες | τα | θεμέλια |
| κλητική | θεμέλιοι | θεμέλιες | θεμέλια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θεμέλιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θεμέλιος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeˈme.li.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐μέ‐λι‐ος
Επίθετο
θεμέλιος (Χρειάζεται σημείωση για το θηλυκό)
- που αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται ένα οικοδόμημα
- ↪ ο θεμέλιος λίθος
- (μεταφορικά)
- ↪ Η εμπιστοσύνη είναι ο θεμέλιος λίθος σε μια φιλία.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
θεμέλιος
Αναφορές
- θεμέλιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| θεμελῐο- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | θεμέλιος | τὸ | θεμέλιον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | θεμελίου | τοῦ | θεμελίου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | θεμελίῳ | τῷ | θεμελίῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | θεμέλιον | τὸ | θεμέλιον | ||
| κλητική ὦ! | θεμέλιε | θεμέλιον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | θεμέλιοι | τὰ | θεμέλιᾰ | ||
| γενική | τῶν | θεμελίων | τῶν | θεμελίων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | θεμελίοις | τοῖς | θεμελίοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | θεμελίους | τὰ | θεμέλιᾰ | ||
| κλητική ὦ! | θεμέλιοι | θεμέλιᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θεμελίω | τὼ | θεμελίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θεμελίοιν | τοῖν | θεμελίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
→ ζητούμενο λήμμα
Συγγενικά
→ και δείτε τη λέξη τίθημι
Πηγές
- θεμέλιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεμέλιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.