θαλασσοβρεγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θαλασσοβρεγμένος | η | θαλασσοβρεγμένη | το | θαλασσοβρεγμένο |
| γενική | του | θαλασσοβρεγμένου | της | θαλασσοβρεγμένης | του | θαλασσοβρεγμένου |
| αιτιατική | τον | θαλασσοβρεγμένο | τη | θαλασσοβρεγμένη | το | θαλασσοβρεγμένο |
| κλητική | θαλασσοβρεγμένε | θαλασσοβρεγμένη | θαλασσοβρεγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θαλασσοβρεγμένοι | οι | θαλασσοβρεγμένες | τα | θαλασσοβρεγμένα |
| γενική | των | θαλασσοβρεγμένων | των | θαλασσοβρεγμένων | των | θαλασσοβρεγμένων |
| αιτιατική | τους | θαλασσοβρεγμένους | τις | θαλασσοβρεγμένες | τα | θαλασσοβρεγμένα |
| κλητική | θαλασσοβρεγμένοι | θαλασσοβρεγμένες | θαλασσοβρεγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θαλασσοβρεγμένος < θαλασσο- + βρεγμένος μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βρέχω
Μετοχή
θαλασσοβρεγμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)
- (για στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος) που βρέχεται από τη θάλασσα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
θαλασσοβρεγμένος
|
|
Πηγές
- Λέξεις με θαλασσοβρεχ-, βρεγ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.