θαλασσόβρεχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θαλασσόβρεχτος | η | θαλασσόβρεχτη | το | θαλασσόβρεχτο |
| γενική | του | θαλασσόβρεχτου | της | θαλασσόβρεχτης | του | θαλασσόβρεχτου |
| αιτιατική | τον | θαλασσόβρεχτο | τη | θαλασσόβρεχτη | το | θαλασσόβρεχτο |
| κλητική | θαλασσόβρεχτε | θαλασσόβρεχτη | θαλασσόβρεχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θαλασσόβρεχτοι | οι | θαλασσόβρεχτες | τα | θαλασσόβρεχτα |
| γενική | των | θαλασσόβρεχτων | των | θαλασσόβρεχτων | των | θαλασσόβρεχτων |
| αιτιατική | τους | θαλασσόβρεχτους | τις | θαλασσόβρεχτες | τα | θαλασσόβρεχτα |
| κλητική | θαλασσόβρεχτοι | θαλασσόβρεχτες | θαλασσόβρεχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
θαλασσόβρεχτος, -η, -ο
- που βρέχεται από τη θάλασσα
- ※ Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ἐλκυστικὸ γιὰ τὸν Ἐγγλέζο ἀπὸ τὶς παράξενες ἰστορίες τῆς θάλασσας, ἀπὸ τὶς πειρατικὲς περιπέτειες, ἀπὸ τοὺς θαλασσινοὺς ἤρωες. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ νειρεύεται μακρινὰ ταξίδια καὶ θαλασσόβρεχτη δόξα.
- Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας: Αγγλία
- ※ Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ ἐλκυστικὸ γιὰ τὸν Ἐγγλέζο ἀπὸ τὶς παράξενες ἰστορίες τῆς θάλασσας, ἀπὸ τὶς πειρατικὲς περιπέτειες, ἀπὸ τοὺς θαλασσινοὺς ἤρωες. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ νειρεύεται μακρινὰ ταξίδια καὶ θαλασσόβρεχτη δόξα.
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
θαλασσόβρεχτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.