ηωζωικών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ηωζωικών
- γενική πληθυντικού του ηωζωικός
- γενική πληθυντικού του ηωζωική
- γενική πληθυντικού του ηωζωικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.