ησυχαστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ησυχαστής | οι | ησυχαστές |
| γενική | του | ησυχαστή | των | ησυχαστών |
| αιτιατική | τον | ησυχαστή | τους | ησυχαστές |
| κλητική | ησυχαστή | ησυχαστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ησυχαστής < μεσαιωνική ελληνική ησυχαστής (ίδια σημασία) < (ελληνιστική κοινή) ἡσυχαστής (ερημίτης) < αρχαία ελληνική ἡσυχάζω < ἥσυχος
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.si.xaˈstis/
Ουσιαστικό
ησυχαστής αρσενικό
- (θρησκεία) μοναχός που ενστερνίζεται τη θεωρία και πρακτική του θεολογικού κινήματος του ησυχασμού
Συγγενικά
- ησυχαστήριο
- ησυχαστικός
- → δείτε τις λέξεις ησυχασμός, ησυχάζω και ήσυχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.