ἡσυχία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἡσυχίᾱ | αἱ | ἡσυχίαι |
| γενική | τῆς | ἡσυχίᾱς | τῶν | ἡσυχιῶν |
| δοτική | τῇ | ἡσυχίᾳ | ταῖς | ἡσυχίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἡσυχίᾱν | τὰς | ἡσυχίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἡσυχίᾱ | ἡσυχίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡσυχίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἡσυχίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ἡσυχία, -ας θηλυκό
- ησυχία, ηρεμία, γαλήνη, ξεκούραση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 22.1
- τήν τε πόλιν ἐφύλασσε καὶ δι᾽ ἡσυχίας μάλιστα ὅσον ἐδύνατο εἶχεν.
- Πήρε, όμως, όλα τα μέτρα για να φρουρείται η πολιτεία και να τηρείται όσο το δυνατόν η ηρεμία μέσα στην πόλη.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- τήν τε πόλιν ἐφύλασσε καὶ δι᾽ ἡσυχίας μάλιστα ὅσον ἐδύνατο εἶχεν.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 308
- ἔστι γάρ, ἔστιν ἡσυχία δικαία καὶ συμφέρουσα τῇ πόλει, ἣν οἱ πολλοὶ τῶν πολιτῶν ὑμεῖς ἁπλῶς ἄγετε.
- Υπάρχει βέβαια, υπάρχει ήσυχος βίος, έντιμος και ωφέλιμος για την πόλη, που εσείς οι περισσότεροι από τους πολίτες περνάτε χωρίς επιτήδευση.
- Μετάφραση (2012): Α.Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἔστι γάρ, ἔστιν ἡσυχία δικαία καὶ συμφέρουσα τῇ πόλει, ἣν οἱ πολλοὶ τῶν πολιτῶν ὑμεῖς ἁπλῶς ἄγετε.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 22.1
- διακοπή, παύση, ανάπαυση
- ήσυχος τόπος, απομονωμένο μέρος, τόπος ερημικός
- ιωνικός τύπος : ἡσυχίη
- δωρικός τύπος : ἁσυχία
Εκφράσεις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἥσυχος
Πηγές
- ἡσυχία - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἡσυχία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἡσυχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.