ημιπληγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ημιπληγία οι ημιπληγίες
      γενική της ημιπληγίας των ημιπληγιών
    αιτιατική την ημιπληγία τις ημιπληγίες
     κλητική ημιπληγία ημιπληγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ημιπληγία < ελληνιστική κοινή ἡμιπληγία[1] < αρχαία ελληνική ἡμι- + πληγή ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική hémiplégie[2] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική hemiplegia[2])

Προφορά

ΔΦΑ : /i.mi.pliˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ημιπληγία

Ουσιαστικό

ημιπληγία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Anargyros Anastasiou/Dieter Irmer Testimoniem zum Corpus Hippocraticum I, Vandenhoeck & Ruprecht, Göttingen 2006, σελ. 499, @books.google.gr
  2. ημιπληγία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.