ημίπληκτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημίπληκτος η ημίπληκτη το ημίπληκτο
      γενική του ημίπληκτου της ημίπληκτης του ημίπληκτου
    αιτιατική τον ημίπληκτο την ημίπληκτη το ημίπληκτο
     κλητική ημίπληκτε ημίπληκτη ημίπληκτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημίπληκτοι οι ημίπληκτες τα ημίπληκτα
      γενική των ημίπληκτων των ημίπληκτων των ημίπληκτων
    αιτιατική τους ημίπληκτους τις ημίπληκτες τα ημίπληκτα
     κλητική ημίπληκτοι ημίπληκτες ημίπληκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ημίπληκτος < ημί- + -πληκτος[1]

Επίθετο

ημίπληκτος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.